-
1 ὑπο-πίμπλημι
ὑπο-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησϑῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφϑαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησϑεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησϑῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.
См. также в других словарях:
ὑποπλησθεῖσα — ὑποπίμπλημι fill aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)