-
1 ὑποξέω
-
2 ὑποξέω
ὑπο-ξέω, unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen -
3 υποξέουσι
ὑποξέωscrape underneath: pres part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)ὑποξέωscrape underneath: pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) -
4 ὑποξέουσι
ὑποξέωscrape underneath: pres part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)ὑποξέωscrape underneath: pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) -
5 ὑπο-ξύω
ὑπο-ξύω, wie ὑποξέω, ein wenig od. leicht schaben, ritzen, leicht daran hinstreifen u. berühren; ποταμὸς πέζαν πολήων D. Per. 61; ϑῖνας 385; ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Marian. 3 (IX, 669).
-
6 υποξέειν
-
7 ὑποξέειν
-
8 υποξέοντες
-
9 ὑποξέοντες
См. также в других словарях:
υποξέω — Μ 1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο 2. σφουγγίζω κάτι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] … Dictionary of Greek
ὑποξέουσι — ὑποξέω scrape underneath pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ὑποξέω scrape underneath pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξέειν — ὑποξέω scrape underneath pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξέοντες — ὑποξέω scrape underneath pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek