Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποξέω

См. также в других словарях:

  • υποξέω — Μ 1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο 2. σφουγγίζω κάτι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ὑποξέουσι — ὑποξέω scrape underneath pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ὑποξέω scrape underneath pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξέειν — ὑποξέω scrape underneath pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξέοντες — ὑποξέω scrape underneath pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»