Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπονέφελος

См. также в других словарях:

  • ὑπονέφελος — under the clouds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπονέφελος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα 2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι νέφελος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπονέφελον — ὑπονέφελος under the clouds masc/fem acc sg ὑπονέφελος under the clouds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονέφελα — ὑπονέφελος under the clouds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονέφελοι — ὑπονέφελος under the clouds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»