Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπομνήσῃ

  • 1 υπομνήση

    ὑπομνήσηι, ὑπόμνησις
    reminding: fem dat sg (epic)
    ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj mid 2nd sg
    ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj act 3rd sg
    ὑπομιμνήσκω
    put: fut ind mid 2nd sg
    ὑπομνάομαι
    court clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑπομνάομαι
    court clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > υπομνήση

  • 2 ὑπομνήσῃ

    ὑπομνήσηι, ὑπόμνησις
    reminding: fem dat sg (epic)
    ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj mid 2nd sg
    ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj act 3rd sg
    ὑπομιμνήσκω
    put: fut ind mid 2nd sg
    ὑπομνάομαι
    court clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑπομνάομαι
    court clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπομνήσῃ

  • 3 υπόμνηση

    [-ις (-εως)] η напоминание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπόμνηση

  • 4 υπόμνηση

    hatırlatma, anımsatma

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > υπόμνηση

  • 5 υπόμνηση

    reminder

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπόμνηση

  • 6 υπομνήσηι

    ὑπόμνησις
    reminding: fem dat sg (epic)
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj mid 2nd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj act 3rd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: fut ind mid 2nd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > υπομνήσηι

  • 7 ὑπομνήσηι

    ὑπόμνησις
    reminding: fem dat sg (epic)
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj mid 2nd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: aor subj act 3rd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκω
    put: fut ind mid 2nd sg
    ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
    ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαι
    court clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπομνήσηι

См. также в других словарях:

  • υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνηση — η υπενθύμιση, μνεία, μνημόνευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπομνήσῃ — ὑπομνήσηι , ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic ionic) ὑπομνάομαι court… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήσηι — ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνεία — ἡ, Α υπόμνηση, υπενθύμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μνεία «υπόμνηση, υπενθύμιση»] …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»