-
1 υπομνήση
ὑπομνήσηι, ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj mid 2nd sgὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sgὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομνάομαιcourt clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) -
2 ὑπομνήσῃ
ὑπομνήσηι, ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπομιμνήσκωput: aor subj mid 2nd sgὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sgὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομνάομαιcourt clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) -
3 υπόμνηση
[-ις (-εως)] η напоминание -
4 υπόμνηση
hatırlatma, anımsatma -
5 υπόμνηση
reminderΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπόμνηση
-
6 υπομνήσηι
ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: aor subj mid 2nd sgὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sgὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) -
7 ὑπομνήσηι
ὑπόμνησιςreminding: fem dat sg (epic)ὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: aor subj mid 2nd sgὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: aor subj act 3rd sgὑπομνήσῃ, ὑπομιμνήσκωput: fut ind mid 2nd sgὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ὑπομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: fut ind mp 2nd sg (attic ionic)ὑ̱πομνήσῃ, ὑπομνάομαιcourt clandestinely: futperf ind mp 2nd sg (attic ionic)
См. также в других словарях:
υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… … Dictionary of Greek
υπόμνηση — η υπενθύμιση, μνεία, μνημόνευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπομνήσῃ — ὑπομνήσηι , ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic ionic) ὑπομνάομαι court… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήσηι — ὑπόμνησις reminding fem dat sg (epic) ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put aor subj act 3rd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομιμνήσκω put fut ind mid 2nd sg ὑπομνήσῃ , ὑπομνάομαι court clandestinely aor subj mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνεία — ἡ, Α υπόμνηση, υπενθύμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μνεία «υπόμνηση, υπενθύμιση»] … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek