Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπομνηματιστής

См. также в других словарях:

  • ὑπομνηματιστής — commentator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηματιστής — ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής μσν. αρχ. στενογράφος αρχ. 1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων» …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που υπομνηματίζει, που γράφει ερμηνευτικές σημειώσεις, ο σχολιαστής, ο υπομνηματογράφος: Αρχαίος υπομνηματιστής του Πλάτωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπομνηματισταῖς — ὑπομνηματιστής commentator masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηματισταί — ὑπομνηματιστής commentator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηματιστήν — ὑπομνηματιστής commentator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηματιστῶν — ὑπομνηματιστής commentator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηματιστάς — ὑπομνηματιστά̱ς , ὑπομνηματιστής commentator masc acc pl ὑπομνηματιστά̱ς , ὑπομνηματιστής commentator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχειος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από την Τανάγρα της Βοιωτίας (3oς αι. π.Χ.). Μαθητής του Ηρόφιλου, που άσκησε την ιατρική ως υπομνηματιστής του Ιπποκράτη. 2. Μιλήσιος άγνωστης εποχής, που έγραψε σημαντικά συγγράμματα για τη γεωργία, όπως… …   Dictionary of Greek

  • κράντωρ — (3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τους Σόλους της Κύπρου. Μαθητής του Ξενοκράτη στην Ακαδημία, είναι ο πρώτος γνωστός υπομνηματιστής του Τιμαίου του Πλάτωνα. Από τα έργα του, αξιόλογη ήταν μια μικρή πραγματεία Περί πένθους –τη θαύμασε ο στωικός… …   Dictionary of Greek

  • μεμοριάλιος — μεμοριάλιος, ὁ (Α) αυτός που συντάσσει υπόμνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memorialis «υπομνηματιστής»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»