-
1 υπολέθρια
-
2 ὑπολέθρια
См. также в других словарях:
ὑπολέθρια — ὑπολέθριος almost fatal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπολέθριος — ον, Α σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλέθριος] … Dictionary of Greek