-
1 ὑποκυφώνιον
ὑποκῡφώνιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκυφώνιον
-
2 υποκυφώνια
-
3 ὑποκυφώνια
См. также в других словарях:
υποκυφώνιον — τὸ, Α μέρος τού ζυγού τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύφων, ωνος «ο κυρτός ζυγός τού αρότρου» (πρβλ. κύφωνες, οἱ «οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος»] … Dictionary of Greek
ὑποκυφώνια — ὑποκυφώνιον part of a chariot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)