-
1 υποκωλιον
См. также в других словарях:
υποκώλιον — τὸ, Α (για ζώο) ο μηρός («κατακλίνεται ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κῶλον «μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα»] … Dictionary of Greek
ὑποκώλια — ὑποκώλιον thigh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)