Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποκόρισμα

См. также в других словарях:

  • ὑποκόρισμα — a coaxing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκόρισμα — το / ὑποκόρισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος νεοελλ. μσν. υποκοριστικός τύπος μσν. 1. (με κακή σημ.) μίμηση («ὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)… …   Dictionary of Greek

  • ὑποκορίσματα — ὑποκόρισμα a coaxing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκορίσματος — ὑποκόρισμα a coaxing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • папа — I папа I хлеб (из детской речи), укр., блр. папа. Широко распространено: ср. лат. рарра каша , раррārе есть , нов. в. н. Рарре детская кашка , ср. в. н., голл., англ. рар каша ; см. Клюге Гётце 431; Вальде–Гофм. 2, 250; Преобр. II, 14; Зеленин,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κόρισμα — κόρισμα, το (Α) [κορίζομαι] αντί υποκόρισμα* …   Dictionary of Greek

  • σάθων — ωνος, ὁ, Α 1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος 2. (ώς κύριο όν.) Σάθων τίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. πόσθ ων …   Dictionary of Greek

  • pap(p)a —     pap(p)a     English meaning: Daddy; meal     Deutsche Übersetzung: Kinderlallwort for “Vater; Speise”     Material: Gk. πάππα voc., ου gen. “Papa”, πάπας πατρὸς ὑποκόρισμα, πάππος “grandfather” (out of it Lat. pappus), παππίᾱς “Väterchen”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»