-
1 ὑποκυρτόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκυρτόομαι
-
2 υποκυρτούσθαι
-
3 ὑποκυρτοῦσθαι
См. также в других словарях:
ὑποκυρτοῦσθαι — ὑποκυρτόομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)