-
1 ὑπο-κλῄζω
ὑπο-κλῄζω, ion, ὑποκληΐζω, heimlich verkünden, u. pass. bekannt gemacht werden, ἀγγελίαν τῶν μεγάλων Δαναῶν ὑποκλῃζομέναν Soph. Ai. 223, wenn nicht mit Hermann ὕπο κλ. zu lesen.
См. также в других словарях:
υποκλήζω — και ιων. τ. ὑποκληΐζω Α 1. γνωστοποιώ κάτι κρυφά 2. παθ. ὑποκλήζομαι γίνομαι γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλῄζω «επαινώ, εξαίρω, κάνω κάποιον γνωστό»] … Dictionary of Greek