-
1 ὑποκλαίω
ὑπο-κλαίω, dazu, dabei od. nur ein wenig weinen -
2 ὑπο-κλείω
См. также в других словарях:
ὑποκλαίω — shed secrettears pres subj act 1st sg ὑποκλαίω shed secrettears pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκλαίω — και αττ. τ. ὑποκλάω Α 1. κλαίω κρυφά 2. κλαίω μαζί με άλλον («ὑποκλαίειν τῷ Θεῷ περὶ τῆς ἁμαρτίας», Γρηγ Ναζ.) … Dictionary of Greek
ὑποκλαιόντων — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act masc/neut gen pl ὑποκλαίω shed secrettears pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλαίει — ὑποκλαίω shed secrettears pres ind mp 2nd sg ὑποκλαίω shed secrettears pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκλαίετο — ὑποκλαίω shed secrettears imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλαίειν — ὑποκλαίω shed secrettears pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλαίουσα — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκλαίων — ὑποκλαίω shed secrettears pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek