Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποκειμένη

См. также в других словарях:

  • ὑποκειμένη — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκειμένῃ — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

  • Σανταγιάνα, Τζωρτζ — (Santayana). Αμερικανός φιλόσοφος ισπανικής καταγωγής (Μαδρίτη 1863 Ρώμη 1952). Εκπρόσωπος του λεγόμενου κριτικού ρεαλισμού, διαμόρφωσε τις ιδέες του σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ με την επίδραση του Ρόυς και του Τζαίημς. Συνέχισε… …   Dictionary of Greek

  • δυσμηνόρροια — Επώδυνη κατάσταση που παρατηρείται σε πολλές γυναίκες στη διάρκεια της εμμηνορρυσίας. Εκτός από τους πόνους στη μέση ή στο κάτω μέρος της κοιλιάς, η γυναίκα μπορεί να παρουσιάζει συμπτώματα νευρικότητας ή κατάθλιψης. Η δ. συνοδεύεται, επίσης, από …   Dictionary of Greek

  • κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»