-
1 υποκατημαι
ион. = ὑποκάθημαι См. υποκαθημαι -
2 ὑπο-κάθ-ημαι
ὑπο-κάθ-ημαι, ion. ὑποκάτημαι (s. ᾑμαι), sich unter od. an einem Orte niedersetzen, sich niederlassen, ἐν ταύτῃ τῇ πόλει ὑποκατήμενος Her. 7, 27; – auch unthätig dasitzen, Sp.; – sich heimlich niedersetzen od. in einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 7, 2, 5; um dem Feinde aufzulauern, ihn abzuwehren, ἐν τῇ
Βοιωτίῃ ὑποκατημένους τὸν βάρβαρον Her. 8, 40; χωρίοις ἰσχυροῖς D. Hal.
-
3 υποκαθημαι
ион. ὑποκάτημαι1) поселиться, обитать, находиться(ἐν τῇ πόλει Her.)
2) притаиться, устраивать засадуοἱ ὑποκαθήμενοι Xen. — сидящие в засаде
3) поджидать из засады(τὸν βάρβαρον Her.)
4) вкрадываться, закрадыватьсяὑποκαθημένη αὐτῷ ἥ ὀργή Polyb. — овладевший им мало-помалу гнев;
δεισιδαιμονία ὑποκαθημένη Plut. — исподволь укоренившееся суеверие
См. также в других словарях:
υποκάτημαι — Α ιων. τ. βλ. ὑποκάθημαι … Dictionary of Greek
υποκάθημαι — και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.) 2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι 3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται … Dictionary of Greek