-
1 υποθρυπτομαι
1) быть несколько изнеженным2) втихомолку наслаждатьсяὑ. προσώπῳ (τινός) Anth. — украдкой целовать чьё-л. лицо
-
2 ὑποθρύπτομαι
A to be nerveless or emasculated,- ομένη δημαγωγία Plu.Per.15
:—[voice] Act.,ὑ. ἑαυτόν
languish,Philostr.
VA1.12.II ὑπεθρύφθην μετώπῳ I wantoned with her face—by stealing kisses, AP 5.293.15 (Agath., dub. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποθρύπτομαι
-
3 υπεθρύφθην
ὑποθρύπτομαιto be nerveless: plup ind mp 3rd dualὑποθρύπτομαιto be nerveless: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ὑποθρύπτομαιto be nerveless: aor ind pass 1st sg -
4 ὑπεθρύφθην
ὑποθρύπτομαιto be nerveless: plup ind mp 3rd dualὑποθρύπτομαιto be nerveless: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ὑποθρύπτομαιto be nerveless: aor ind pass 1st sg -
5 υποθρυπτομένης
-
6 ὑποθρυπτομένης
-
7 υποθρύπτων
-
8 ὑποθρύπτων
-
9 υποτεθρυμμένου
-
10 ὑποτεθρυμμένου
См. также в других словарях:
υποθρύπτομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποθρύπτω Α 1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής 2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρύπτομαι «γίνομαι… … Dictionary of Greek
ὑπεθρύφθην — ὑποθρύπτομαι to be nerveless plup ind mp 3rd dual ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθρυπτομένης — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθρύπτων — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτεθρυμμένου — ὑποθρύπτομαι to be nerveless perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)