-
1 υποθετικος
31) относящийся к теме, касающийся (данного) предмета(ἐξήγησις Polyb.)
2) предположительный, гипотетический Sext. -
2 υποθετικός
η, ό[ν]1) условный; предполагаемый, предположительный; гипотетический; 2) грам, условный;υποθετικός σύνδεσμος — условный союз;
υποθετική πρόταση — условное предложение
-
3 υποθετικός
[ипотэтикос] επ предположительный, предполагаемый.
См. также в других словарях:
ὑποθετικός — hypothetical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ … Dictionary of Greek
υποθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υπόθεση, με τον οποίο διατυπώνεται υπόθεση: Υποθετικοί σύνδεσμοι. 2. αυτός που υπάρχει με υπόθεση, ο φανταστικός, ο πιθανός, ο μη βεβαιωμένος: Υποθετικός εχθρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθετικά — ὑποθετικός hypothetical neut nom/voc/acc pl ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc/acc dual ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικῶν — ὑποθετικός hypothetical fem gen pl ὑποθετικός hypothetical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικόν — ὑποθετικός hypothetical masc acc sg ὑποθετικός hypothetical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικαῖς — ὑποθετικός hypothetical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικαί — ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικοῖς — ὑποθετικός hypothetical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικοί — ὑποθετικός hypothetical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθετικοῦ — ὑποθετικός hypothetical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)