-
1 ὑποεργεπιστάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποεργεπιστάτης
См. также в других словарях:
υποεργεπιστάτης — ὁ, Α αυτός που σε μια ιεραρχία έχει βαθμό κατώτερο τού επιστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐργεπιστάτης «επιστάτης έργων»] … Dictionary of Greek