-
1 ὑποδοχεῖον
ὑπο-δοχεῖον, τό, Ort zur Aufnahme, Herberge
См. также в других словарях:
ὑποδοχεῖον — reservoir neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδοχείον — και ὑποδόχιον και ὑποδόχειον και ὑποδοχῑον, τὸ, Α [ὑποδοχεύς] 1. χώρος κατάλληλος για την αποθήκευση ψαριών, κρασιού, σιτηρών κ.ά. ειδών, αποθήκη 2. δεξαμενή 3. κοίλωμα για την υποδοχή τής στρόφιγγας τής πόρτας·4. πιθ. νηοδόχη 5. πανδοχείο 6. μτφ … Dictionary of Greek
ὑποδοχεῖα — ὑποδοχεῖον reservoir neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδοχείων — ὑποδοχεῖον reservoir neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδόχιον — τὸ, Α βλ. ὑποδοχεῑον … Dictionary of Greek