-
1 υπογάστρια
ὑπογάστριονthe lower belly from the navel downwards: neut nom /voc /acc plὑπογάστριοςsexual: neut nom /voc /acc pl -
2 ὑπογάστρια
ὑπογάστριονthe lower belly from the navel downwards: neut nom /voc /acc plὑπογάστριοςsexual: neut nom /voc /acc pl -
3 υπογάστρι'
ὑπογάστρια, ὑπογάστριονthe lower belly from the navel downwards: neut nom /voc /acc plὑπογάστρια, ὑπογάστριοςsexual: neut nom /voc /acc plὑπογάστριε, ὑπογάστριοςsexual: masc /fem voc sg -
4 ὑπογάστρι'
ὑπογάστρια, ὑπογάστριονthe lower belly from the navel downwards: neut nom /voc /acc plὑπογάστρια, ὑπογάστριοςsexual: neut nom /voc /acc plὑπογάστριε, ὑπογάστριοςsexual: masc /fem voc sg -
5 ὀψωνέω
A buy fish and other dainties, : c. acc., τριχίδας ὀ. Eup.154; ;ὑπογάστρια Antiph.192.1
, etc.: generally, buy victuals, cater, X.Mem.3.14.1: prov., Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας ap.Plu.2.709a.
См. также в других словарях:
ὑπογάστρια — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut nom/voc/acc pl ὑπογάστριος sexual neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογάστρι' — ὑπογάστρια , ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut nom/voc/acc pl ὑπογάστρια , ὑπογάστριος sexual neut nom/voc/acc pl ὑπογάστριε , ὑπογάστριος sexual masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδιδυμίτιδα — Φλεγμονή της επιδιδυμίδας που οφείλεται σε γενικές (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά.) ή ειδικές λοιμώξεις (φυματίωση, σύφιλη, βλεννόρροια, βρουκέλωση). Στις περιπτώσεις της οξείας ε. τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι πόνοι στο όσχεο, που συχνά… … Dictionary of Greek
ισχιοπαγής — ές διπλό τέρας που αποτελείται από δύο άτομα ενωμένα στην υπογάστρια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiopage < ischio (πρβλ. ισχίον) + page (πρβλ. παγ ής < θ. παγ τού ρ. πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην)] … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κοιλιάδελφοι — οι δίδυμα τερατογενή έμβρυα κολλημένα στην υπογάστρια κοιλιακή χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + αδελφοί, με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λαγονοϋπογάστριος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στο υπογάστριο συγχρόνως («λαγονοϋπογάστριο νεύρο» κλάδος τού 1ου οσφυϊκού νεύρου που διανέμεται στη λαγόνια και στην υπογάστρια χώρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + υπογάστριος. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… … Dictionary of Greek
χρυσαλίδα — Νύμφη των λεπιδόπτερων, που ονομάστηκε έτσι γιατί μερικά είδη της φέρουν στίγματα και βούλες χρυσές. Αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο σε αδράνεια στάδιο της ανάπτυξης των ολομετάβολων εντόμων, δηλαδή αυτών που έχουν πλήρη μεταμόρφωση. Εκτός από τα… … Dictionary of Greek