Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπογραφή

  • 61 υπογραφής

    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc nom pl
    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc nom /voc pl
    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > υπογραφής

  • 62 ὑπογραφῆς

    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc nom pl
    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc nom /voc pl
    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπογραφῆς

  • 63 υπογραφήσιν

    ὑπογράφω
    write under: aor subj pass 3rd sg (epic)
    ὑπογραφή
    written accusation: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > υπογραφήσιν

  • 64 ὑπογραφῇσιν

    ὑπογράφω
    write under: aor subj pass 3rd sg (epic)
    ὑπογραφή
    written accusation: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπογραφῇσιν

  • 65 υπογραφαίς

    ὑπογραφή
    written accusation: fem dat pl

    Morphologia Graeca > υπογραφαίς

  • 66 ὑπογραφαῖς

    ὑπογραφή
    written accusation: fem dat pl

    Morphologia Graeca > ὑπογραφαῖς

  • 67 υπογραφαί

    ὑπογραφή
    written accusation: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > υπογραφαί

  • 68 ὑπογραφαί

    ὑπογραφή
    written accusation: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > ὑπογραφαί

  • 69 υπογραφών

    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen pl

    Morphologia Graeca > υπογραφών

  • 70 ὑπογραφῶν

    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen pl

    Morphologia Graeca > ὑπογραφῶν

  • 71 υπογραφάς

    ὑπογραφά̱ς, ὑπογραφή
    written accusation: fem acc pl

    Morphologia Graeca > υπογραφάς

  • 72 ὑπογραφάς

    ὑπογραφά̱ς, ὑπογραφή
    written accusation: fem acc pl

    Morphologia Graeca > ὑπογραφάς

  • 73 υπογραφέων

    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc gen pl
    ὑπογραφέω̆ν, ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc gen pl
    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > υπογραφέων

  • 74 ὑπογραφέων

    ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc gen pl
    ὑπογραφέω̆ν, ὑπογραφεύς
    one who writes under another's orders: masc gen pl
    ὑπογραφή
    written accusation: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπογραφέων

  • 75 υπογραφήν

    ὑπογραφή
    written accusation: fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > υπογραφήν

  • 76 ὑπογραφήν

    ὑπογραφή
    written accusation: fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὑπογραφήν

  • 77 готовый

    επ., βρ: -тов, -а, -о.
    1. έτοιμος•

    готовый костюм έτοιμο κοστούμι•

    обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.

    2. διατεθημένος, πρόθυμος.
    3. (απλ.) πέθανε.
    (απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.
    εκφρ.
    готовый к услугамπαλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•
    будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•
    всегда -ов – πάντοτε έτοιμος !

    Большой русско-греческий словарь > готовый

  • 78 долговой

    επ.
    χρεωστικός, του χρέους•

    -ые обязательства τα χρεωστικά γραμμάτια•

    -ая расписка χρεωστική υπογραφή.

    Большой русско-греческий словарь > долговой

  • 79 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 80 заверитель

    α.
    θεωρητής•

    подпись -я υπογραφή του θεωρητή.

    Большой русско-греческий словарь > заверитель

См. также в других словарях:

  • ὑπογραφή — written accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… …   Dictionary of Greek

  • υπογραφή — η 1. όνομα προσώπου γραμμένο ιδιόχειρα κάτω από κείμενο, για να δείξει ότι έγραψε το κείμενο ο ίδιος ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του. 2. επίσημη επικύρωση συμφωνίας, συνομολόγηση: Υπογραφή σύμβασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπογραφῇ — ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφῆι , ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφῃ — ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφῆι — ὑπογραφῇ , ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφῇ , ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφηι — ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφαῖς — ὑπογραφή written accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφαί — ὑπογραφή written accusation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφήν — ὑπογραφή written accusation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφῶν — ὑπογραφή written accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»