-
41 signature
['siɡnə ə]1) (a signed name: That is his signature on the cheque.) υπογραφή2) (an act of signing one's name: Signature of this document means that you agree with us.) υπογραφή -
42 ὑπογράφω
A write under an inscription, subjoin or add to it, τῇ στήλῃ ὑ. ὅτι οὐκ ἐνέμειναν τοῖς ὅρκοις" Th.5.56;τὰς πόλεις.. ὧν εἷς ἕκαστός ἐστιν IG22.237.34
; ὁ ὑπογεγραμμένος the undermentioned, CIG 1957g (Maced.), cf. PTeb.61 (a).10, al. (ii B. C.);ἐπὶ τῶν ὑπογεγραμμένων μαρτύρων PAvrom.1
A 7 (i B. C.; but κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα as has been indicated (above), PCair.Zen. 173.10 (iii B. C.), v. infr. 11.4).2 sign, subscribe,τὸ ψήφισμα αὐτοῦ ὑπέγραψα Hyp.Eux.30
, cf. PTeb. 35.11 (ii B. C.):—[voice] Med., ὑ. τὰς καταβολάς sign and so make oneself liable for the payment, D.Ep.3.40; τοὺς ἵππους ἰδίους ὑ. signed his name as their owner, D.S.13.74 codd. (better ἀπεγράψατο as Peiresc and Plu.Alc.12); ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με having accused me of plotting, D.37.23 (v.l. in 23.220); ὑ. κρίσεις τινί lodge accusations against one, Plb.22.4.6 (s. v.l.);ὑ. τὴν ἀντωμοσίαν κατά τινος Them.Or.26.313c
; bring an accusation against one, .II write under, i.e. trace letters for children to write over,οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι Pl.Prt. 326d
: metaph., ἡ πόλις νόμους ὑ. traces out laws as guides of action, ibid., cf. Lg. 734e: abs., πάντα ὑ. τῷ πράττειν give all directions for acting, ib. 711b; ᾗ ἡμεῖς ὑ. as we sketched out, Id.Tht. 171e: folld. by relat. clause, τοὺς.. ὑπογράψαντας τίνα τρόπον .. Phld.Mus.p.86 K.2 trace in outline, sketch out,οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA 743b24
;καθάπερ ζωγράφον ὑ. ἔργα Pl.Lg. 934c
;ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι Id.R. 548c
;ὑ. τοῖς ἐξεργάζεσθαι καὶ διαπονεῖν δυναμένοις Isoc.5.85
; sketch,τὸ σχῆμα τῆς Σικελίας Plu.Nic.12
; mark on a map,πόλεις Ptol.Geog.1.18.5
:—[voice] Med., οἷον δή τις ναυπηγὸς.. καταβαλλόμενος τὰ τροπιδεῖα ὑπογράφεται τῶν πλοιων σχήματα has their forms traced out, Pl.Lg. 803a;ὑ. τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας Id.R. 501a
;ὑ. σκιάν Poll. 7.129
(v.l.):—[voice] Pass., τὰ ὑπογεγραμμένα the symptoms described, Hp. Epid.1.3, cf. 19, Phld.Piet.19.3 σπληνίσκος ὑπογεγραμμένος ἱππέα with an outline sketch of a horseman upon it, Michel 832.24 (Samos, iv B. C.).4 metaph. senses taken from 11.1, 11.2, trace, indicate,τοῖς τιμιωτέροις ὑπέγραψεν ἡ φύσις τὴν βοήθειαν Arist.PA 658a23
;τὰς δύο φλέβας.. ἡ φύσις ὑπέγραψεν Id.GA 740a28
; ; ὑπογράφων αὐτῷ μεγάλας ἐλπίδας hinting at.., Plb.5.36.2, cf. 5.62.1, Aët.9.42;ἐλπίδα παραιτήσεως ὑπογράφει θεῶν διὰ τιμῆς Epicur.Ep.3p.65U.
; τὴν αὐτὴν ἀπορίαν ὑπογράφουσιν present or suggest the same problem, Str.17.1.34; indicate,τὸν χαρακτῆρα τῆς λέξεως D.H.Dem.40
;τὴν μετὰ κίσσαν ἐπιμέλειαν Sor.1.54
: c. dupl. acc.,νομάδας αὐτοὺς ὑπογράφων Str.1.1.6
:—[voice] Pass., was traced,Epicur.
Ep.3p.59U.; μέχρι τοῦ πρῶτον ὑπογραφέντος αὐτοῖς χνοῦ till the first signs of their beard appeared, Luc.Am.10.5 [voice] Med., describe generally,ὑ. τὴν διόρθωσιν τοῦ νόμου D.S.12.18
:— [voice] Pass., τύπῳ.. ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς (impers.) Arist.de An. 413a10, cf. SE 181a2.III [voice] Med., ὑ ἑαυτῷ εἰς μνήμην c. inf., make a memorandum that.., App.Pun. 136.IV [voice] Med., pledge, mortgage,ὑπογράψονται τὼς χώρως Tab.Heracl.1.149
.V ὑπογράφειν or - γράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς paint under the eyelids, Nic. Dam.4 J., J.BJ4.9.10, Poll.5.102, Luc.Bis Acc.31;ὑπεγέγραπτο τοὺς ὀφθαλμούς Ath.12.529a
: abs.,ὑπογεγραμμένη Ar.Fr. 880
, Hsch.; cf. ,ὑπόγραμμα 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογράφω
-
43 ὑπο-γράφω
ὑπο-γράφω, 1) unter-, darunterschreiben, τῇ στήλῃ ὑπέγραψαν, ὅτι –, Thuc. 5, 56; auch mit einem Titel, od. nach unserer Weise mit einer Ueberschrift versehen, Sp.; vgl. Pol. 12, 10, 3; Argum. Theocr. id. 1; – in der Schrift vorausschicken, voranstellen, Dem. 37, 23; – med. sich unterschreiben, bes. als Kläger, dah. eine Klage bei Gericht anbringen, τινί, gegen Einen, vgl. subscribere accusationem, εἴπ' εἴ τι καινὸν ὑπογράφῃ τῲ 'μῷ βίῳ Eur. Herc. für. 1118; ἐπείσϑην ὑπογράψασϑαι τὰς καταβολάς Dem. en. 3 g. E. – 2) nieder-, nachschreiben, was Einer dictirt, zu Protokoll nehmen, Sp., wie Plut. Caes. 17. – 3) vorschreiben, vorzeichnen; vom Schreiblehrer, Muster zum Nachschreiben geben, Plat. Prot. 236 d ὥςπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφῖδι, wo es eigtl. ein Unterziehen der Linien und Züge ist, welche die Knaben nachzeichnen; dah. vorschreiben, νόμους Legg. V, 734 e; – einen Entwurf, Grundriß von Etwas machen, u. übh. entwerfen, andeuten, adumbrare, Plat. Legg. XI, 934 c; ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασϑαι Rep. VIII, 548 d; λόγῳ Luc. Alex. 3; auch im med., Plat. Rep. VI, 501 a, vgl. Legg. VII, 803 a. – 4) verschreiben, verpfänden, – auch übertr., τινὶ ἐλπίδα, Einem eine Hoffnung verschreiben, d. i. ihn auf die Hoffnung vertrösten, ihn mit leerer Hoffnung abspeisen, Pol. 5, 36, 1 u. öfter. – 5) untermalen, sowohl vom Maler, den Schatten anlegen, als ὀφϑαλμούς od. βλέφαρα, die Augenlider untermalen, schminken, Luc. bis acc. 31 de merc. cond. 33.
-
44 лицо
1. (человек, личность) το πρόσωπο, το άτομο---которому предоставлено право - στον οποίο έχει δοθεί/παραχωρήθηκε το δικαίωμα2. (человека) το πρόσωπο 3. грам. το πρόσωπο 4 текст. η καλή πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо
-
45 параф
η σύντομη υπογραφή, η μονογραφή, η τζίφρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параф
-
46 парафирование
(дипл.) η προκαταρκτική υπογραφή (με αρχικά) ενός διεθνούς εγγράφου, η μονογράφηση-ть (дипл.эк.) υπογράφω (με αρχικά γράμματα) ένα διεθνές έγγραφο, μονογραφώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парафирование
-
47 платить
πληρώνω- в течение... дней после подписания контракта - εντός διαστήματος... ημερών από την υπογραφή της συμφωνίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > платить
-
48 подписываться
1. (ставить подпись под чем-л.) υπογράφω/υπογράφομαι, βάζω την υπογραφή 2. (напр. на газеты, журналы) γίνομαι συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подписываться
-
49 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
50 ставить
1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω- на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить
-
51 за
запредлог с вин. и твор. под.1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·5. (в течение) στή διάρκεια σέ:заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·7. (при прикосновении):брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·9. (вместо) γιά:работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·10. (при указании стоимости, цены):купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα. -
52 подписывать
подписыватьнесов1. (ставить подпись) ὑπογράφω, βάζω ὑπογραφή·2. (на что-л.) ἐγγράφω / ἐγγράφω συνδρομητή[ν] (на газету, журнал и т. п.):\подписывать на заем ἀγοράζω ὁμολογίες τοῦ δανείου. -
53 расписываться
расписыватьсянесов1. (подписываться) ὑπογράφω, βάζω ὑπογραφή:\расписываться в получении ὑπογράφω δτι παρέλαβά \расписываться в счете δίδω ἐξοφλητικόν2. (регистрировать брак) καταγράφομαι εἰς τό ληξι-αρχεῖον ◊ \расписываться в своей беспомощи́ости ὁμολογώ (или ἀναγνωρίζω) τήν ἀνικανότητα μου· \расписываться в собственном невежестве παραδέχομαι τήν ἀμάθεια μου. -
54 росчерк
росчеркм ἡ τζίφρα, τά στολίδια στἡν ὑπογραφή· ◊ одним \росчерком пера μέ μιά μονοκοντυλιά. -
55 собственноручный
собственноручныйприл ιδιόχειρος:\собственноручныйая подпись ἡ ἰδιόχειρη ὑπογραφή· \собственноручныйое письмо́ ἡ ἰδιόχειρος ἐπιστολή. -
56 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
57 δυσανάγνωστος
η, ο [ος, ον ] неразборчивый, неудобочитаемый;υπογραφή δυσανάγνωστοςη — неразборчивая подпись
-
58 ελικηδόν
επίρρ. спиралью, винтообразно, извилисто;ελικηδόν γεγραμμένη υπογραφή — витиеватая подпись
-
59 ιδιόχειρος
η, ο [ος, ον ] собственноручный; сделанный сво- ими руками;ιδιόχειρη υπογραφή — собственноручная подпись;
ιδιόχειρος επιστολή — собственноручное письмо
-
60 πέραση
η1) спрос;έχω πέραση — иметь спрос, быть ходовым (о товаре);
.2) хождение, обращение (денег);αυτά τα λεφτά δεν έχουν πέραση — эти деньги не имеют хождения;
3) сила, вес; авторитет, влияние;η υπογραφή του έχει πέραση — его подпись имеет большой вес;
4) успех (в обществе);έχω πέραση — иметь успех;
5) см. πέρασμα
См. также в других словарях:
ὑπογραφή — written accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… … Dictionary of Greek
υπογραφή — η 1. όνομα προσώπου γραμμένο ιδιόχειρα κάτω από κείμενο, για να δείξει ότι έγραψε το κείμενο ο ίδιος ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του. 2. επίσημη επικύρωση συμφωνίας, συνομολόγηση: Υπογραφή σύμβασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπογραφῇ — ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφῆι , ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογράφῃ — ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφῆι — ὑπογραφῇ , ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφῇ , ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογράφηι — ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφαῖς — ὑπογραφή written accusation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφαί — ὑπογραφή written accusation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφήν — ὑπογραφή written accusation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφῶν — ὑπογραφή written accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)