-
1 υποβρύχιος
-
2 ὑποβρύχιος
-
3 υποβρυχιος
3(ρῠ)1) находящийся под водой, потопленный Her.ὑποβρύχιον θεῖναί τι HH. — утопить что-л.;
ὑ. γενέσθαι Polyb. — затонуть;ὑποβρύχιοι συμπεριφέρονται Plat. — они кружатся под водой2) зарывшийся в песок(ἑρπετά Luc.)
-
4 ὑποβρύχιος
A under water,τὴν δ' ἄνεμος.. καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην h.Hom.33.12
; ὑποβρύχιον.. φέρων (sc. τὸν ἵππον) Hdt.1.189;ὑ. θάνατοι Cat.Cod.Astr.2.161
: metaph.,ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη Aristid.Or.23(42).46
.II below the surface,ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται Pl.Phdr. 248a
; opp. ἐπιπολάζων, Luc.Dips.3; deep-seated,ἐκπυήσιες Hp.Art.12
; ὑ. πυρετός a hidden fever, one that shows itself by degrees, Id.Epid.1.25 (so Littré with Gal.9.560; ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια [Adv.] codd., Kühl.);πυρετοὶ -ιοι Aret.SD2.9
; ὀφθαλμῶν ὑ. πόνος ib.1.2;πῦρ Id.SA2.7
.2 deep, θάλασσα, βυσσός, Opp.H.1.49, 5.159.—Cf. βρύχιος, περιβρύχιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβρύχιος
-
5 υποβρύχιος
α, ο [ος и ία, ον] подводный, находящийся под водой;υποβρύχιοςο καλώδιο — подводный кабель;
πλοίο με υποβρύχιοςα πτερύγια — судно на подводных крыльях
-
6 υποβρύχιος
[иповрихиос] επ. подводный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποβρύχιος
-
7 υποβρύχιος
[иповрихиос] επ подводный. -
8 ὑποβρύχιος
ὑπο-βρύχιος, unter Wasser; übh. in der Tiefe, auch unter der Erdoberfläche-------------------------------- -
9 ὑπό-βρυχος
ὑπό-βρυχος, = ὑποβρύχιος; dav. bes. ὑπόβρυχα als adv., unter Wasser, untergetaucht, überschwemmt; ὑπόβρυχα ϑῆκε Od. 5, 319; ὑπόβρυχα γενέσϑαι, v. l. ὑποβρυχέα, Her. 7, 130; ναυτίλλονται Arat. Phaen. 426; u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 485 u. Opp. öfter. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 126, der ὑπόβρυχα als einen metaplastischen Accusativ zu ὑποβρύχιος, etwa von ὑπόβρυξ, ansieht, was bes. zur hom. Stelle sehr passend ist.
-
10 подводный
подводный υποβρύχιος, υποβρυχιακός· \подводныйая лодка το υποβρύχιο· судно на \подводныйых крыльях το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια* * *υποβρύχιος, υποβρυχιακόςподво́дная ло́дка — το υποβρύχιο
су́дно на подво́дных кры́льях — το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια
-
11 υποβρυχίη
ὑποβρύχιοςunder water: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὑποβρύχιοςunder water: fem dat sg (epic ionic) -
12 υποβρυχίων
-
13 ὑποβρυχίων
-
14 υποβρύχιον
-
15 ὑποβρύχιον
-
16 подводный
επ.υποβρύχιος, -χιακός• υποθαλάσσιος, υποπελάγιος ύφυδρος•подводный камень ύφαλος, ξέρα• σκόπελος•
-ая часть (судна) τα ύφαλα, η καρίνα•
-ое плавание υποβρύχιος πλους•
-ая лодка το υποβρύχιο•
-ая воина υποβρυχιακός πόλεμος.
εκφρ.подводный камень ή камешек – πρόσκομμα, εμπόδιο, κώλυμα, παλούκι•επ.της αλογάμαξας.εκφρ.- ая повинность – παλ.επίταξη αλογαμαξών. -
17 βρῠχιος
βρῠ́χιοςGrammatical information: adj.Meaning: `deep (under water)' (A.).Derivatives: ὑπόβρυχα `under water', orig. adj. in acc. sg. (ε 319, Hdt. 7, 130; s. Bechtel Lex. s. v.), later adv. (Arat.); ὑποβρύχιος (h. Hom. 33, 12); περιβρύχιος `engulfing' (S.). Sec. βρύχα `depth of the sea' (Opp. H. 2, 588).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One would start from a noun *βρύξ, βρυχός `water, depth (of the sea)'; on the formation of ὑπόβρυχα, ὑποβρύχιος s. Schwyzer-Debrunner 532. Connection with βρέχω is phonetically impossible (and the meaning is different too). There seems to have been a connection by popular etymology with βρυχάομαι.Page in Frisk: 1,273-274Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρῠχιος
-
18 περι-βρύχιος
περι-βρύχιος, rings im, unter Wasser, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ' οἴδμασιν, Soph. Ant. 336, im sturmbewegten, wogenden Meere, wo eine Woge die andere verschlingt. Vgl. ὑποβρύχιος.
-
19 ὑπο-βύθιος
ὑπο-βύθιος, = ὑποβρύχιος (?).
-
20 подводный
1. (расположенный ниже поверхности воды) υποβρύχιος 2. (живущий, растущий под водой) του βυθού, υποθαλάσσιος 3. (предназначенный для действия под водой, совершаемый под водой) υποβρύχι/ος^ιε работы - ες εργασίεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подводный
См. также в других словарях:
ὑποβρύχιος — under water masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… … Dictionary of Greek
υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβρυχίων — ὑποβρύχιος under water fem gen pl ὑποβρύχιος under water masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρύχιον — ὑποβρύχιος under water masc acc sg ὑποβρύχιος under water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίη — ὑποβρύχιος under water fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίην — ὑποβρύχιος under water fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίης — ὑποβρύχιος under water fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοιο — ὑποβρύχιος under water masc/neut gen sg (epic ionic) ὑποβρυχάομαι roar pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοις — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβρυχίοισι — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)