-
1 υποβολή
ὑποβολῆι, ὑποβολεύςsuggester: masc dat sg (epic ionic)ὑποβολήa throwing: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ὑποβολῇ
ὑποβολῆι, ὑποβολεύςsuggester: masc dat sg (epic ionic)ὑποβολήa throwing: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 υποβολή
-
4 ὑποβολή
-
5 ὑποβολή
ὑποβολ-ή, ἡ:I actively, a throwing or laying under, στρωμάτων, opp. περιβολή, Pl.Plt. 280b;μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογός Sor.1.50
; ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑ. setting men in ambush, Plb.3.105.1;ἐπανάγονται τρισὶ τριήρεσιν ἐξ ὑ. Id.15.2.12
.2 substitution by stealth, esp. of suppositious children, Pl.R. 538a, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 vii 10 (pl.), Luc.Salt.37; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα charge one with being supposititious, AB312, cf. sq.; also ὑ. κλειδῶν substitution of false keys, Plu. Rom.22.3 suggesting, reminding, ἐξ ὑποβολῆς by admonition, X. Cyr.3.3.37; ἐξ ὑπομνής εως καὶ ὑ... τοῦ ἐπισκόπου on the suggestion of.., Sammelb.7475.8 (vi/vii A. D.); τίνος ὑποβολῇ; = cujus impulsu ? Gloss.; ὑ. ἡ πρὸς ἄρχοντα ἢ βασιλέα γινομένη ἀναφορὰ ἤτοι διδασκαλία, = suggestio, ibid.; τὰς τῶν περιστάσεων ὑ. the influence of circumstances (on Hannibal's actions), Plb.9.24.3; ἐξ ὑ. δυέναι τὸν ὅρκον at the dictation of another, Polem.Hist.83; ἐξ ὑ. λέγειν deliver a speech with a prompter at hand (= λέγειν τὸ ἐξ ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς ὑποβαλλόμενον), Apollon. ap. Sch.B Il.19.80:—τὰ Ὁμήρου ἐξὑ. γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι (sc. Σόλων) , οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον Solon enacted that the poems of Homer should be recited from a cue.., D.L.1.57: ὑποβολή perh. = ῥαψῳδία in Michel 913 (Teos, ii B. C.): cf.ὑποβάλλω 111
,ὑποβλήδην, ὑπόλήψις 1.1
.4 interruption, διακόπτειν ἐξ ὑ. τὸν λόγον Sch.B Il.19.80.5 Medic., αἱ ἐξ ὑ. ἐγχρίσεις anointing by interposition or beneath (the eyelid), opp. αἱ κατ' ἐκτροπήν, Antyll. ap. Orib.10.23.24;καθ' ὑποβολήν Sever.
ap.Aët.7.32.II passively, that which is put under, foundation, groundwork,πρὸς τὴν Ῥωμύλου.. αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι, τὴν δ' Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι Plu.2.320b
;ἀρχὴ καὶ ὑ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς ἐγκράτεια Muson.Fr.18
Ap.94 H.; φυσικὴν εἶναι ὑ. τῇ ψυχῇ πρὸς καλοκἀγαθίαν a natural foundation or capacity for.., Id.Fr.2p.7H.; ἐν πολλοῖς [τῶν ζῴων] ὑποβολὰς ἔχων πρὸς τὸ τέλειον [ὁ λόγος θεωρεῖται] Porph.Abst.3.2; subject-matter of discourse, Luc.Dem.Enc.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολή
-
6 υποβολής
ὑποβολεύςsuggester: masc nom plὑποβολεύςsuggester: masc nom /voc plὑποβολήa throwing: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 ὑποβολῆς
ὑποβολεύςsuggester: masc nom plὑποβολεύςsuggester: masc nom /voc plὑποβολήa throwing: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 υποβολαίς
-
9 ὑποβολαῖς
-
10 υποβολαί
-
11 ὑποβολαί
-
12 υποβολάς
-
13 ὑποβολάς
-
14 υποβολήν
-
15 ὑποβολήν
-
16 ὑποβάλλω
A throw, put, or lay under, as cloths, carpets, and the like ,ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν Od.10.353
; κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων carpets of Milesian wool, Eub.90.2, cf. X.Cyr.5.5.7;ὑ. πλευροῖς πλευρά E.Or. 223
, etc.;ὑπὸ τοὺς πόδας ὑ. τι X.Oec.18.5
;ὑ. ταῖς μασχάλαις τὰς χεῖρας Sor.2.59
; ὑ. αἶγας τοῖς τράγοις, of breeders, Longus 3.29;ὑ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγάς Plu.Brut.31
; ὑ. τινὰς τοῖς θηρίοις throw them under the elephants' feet, Plb.1.82.2; ὑ. τοὺς δακτύλους, of a flute-player, put down, Luc.Harm.1; ὑ. [φάρμακον] ὑπὸ τὰ βλέφαρα insert under the eyelids, Sever. ap. Aët.7.32; τοῖς φορείοις τῶν γυναικῶν ὑ. τὰ ὄμματα cast furtive glances at, Plu.2.522a, cf. Eust.1406.36:—[voice] Med. and [voice] Pass., place under oneself or have placed under one,λυκοφάνους ὑποβάλλεσθαι Plu.2.237b
;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc.Symp.13
.2 lay under, as a beginning, foundation, Aeschin.1.24 (cj. Reiske for ὑπολαβών):—in [voice] Med.,θεμέλιον ὑ. τυραννίδος Plb.13.6.2
; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος the first founder, Str.12.3.30.3 subject, submit,ἐχθροῖς ἐμαυτόν E.HF 1384
, cf. Aeschin.3.90;ὑπὸ τοσαύτας συμφορὰς σφᾶς αὐτούς Isoc.8.113
.II [voice] Med., bring in another's child as one's own, Hdt.5.41, Ar.Th. 340, 407, 565, Pl.R. 538a, D.21.149, etc.; or palm off one's own child as another's,ἡ ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν Arist.Rh. 1400a24
:—[voice] Pass., τῶν ὑποβαλλομένων (sc. παίδων) Id.Rh.Al. 1421a29:—the origin of this phrase is plain from the words of E., , cf. Supp. 1160 (lyr.), X.Cyn.7.3; v. ὑποβολιμαῖος.2 [voice] Med., of a drama, [Εὐριπίδης] τὸ δρᾶμα (sc. Μήδειαν)δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Arist.Fr. 635
: metaph., ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους with false suggestions they spread secret rumours, S.Aj. 188 (lyr.); cf. Isoc.15.21 and v. ὑπόβλητος.3 suborn, Act.Ap.6.11:—[voice] Pass., of an informer, App. BC1.74.III suggest, whisper, as a prompter does,ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν Il.19.80
(where Sch.B expl. it to interrupt);ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται X.Cyr.3.3.55
, cf. Pl.Grg. 491a, D.21.204, Aeschin.3.48; ὑ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ib.22;ἐγώ σοι λόγον ὑποβαλῶ καλόν Id.1.121
;ὑ. παιδὶ λόγον
dictate,Isoc.
12.231, cf. 5.149; ὑ. ὀνόματα, of an informer, Lys.13.25;τὸν -οντα τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς Plu.2.404b
;τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑ. τοῖς τοιούτοις Arist.Pol. 1342b22
;ταῦτα ἡ αἴσθησις ὑ. Epicur.Ep.2p.39U.
; so, provoke, produce, ib.1p.29U., etc.: cf.ὑποβλήδην 1.1
,ὑποβολή 1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβάλλω
-
17 ὑποβλήδην
2 in answer, A.R.1.699, 3.400, Q.S.2.147.3 speaking in turn, Coluth.146.II supposititiously,ὑ. ἐτέκοντο Man.6.292
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβλήδην
-
18 ὑποβολεύς
2 interpreter, Eust.106.12.II = ὑπαγωγεύς 11, Theo Sm.p.71 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολεύς
-
19 ὑποβολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολιμαῖος
-
20 ὑπόληψις
ὑπόληψις (later [suff] ὑπό-λημψις Anon. in Tht.3.14, etc., v. infr. 11.3b), εως, ἡ, ([etym.] ὑπολαμβάνω)A taking up, esp. taking up the cue, taking up the matter where another leaves off,ἠνάγκασε τοὺς ῥαψῳδοὺς.. ἐξ ὑπολήψεως ἐφεξῆς αὐτὰ διιέναι Pl.Hipparch. 228b
; cf.ὑποβολή 1.3
.II taking in a certain sense, assumption, notion, Pl.Def. 413a sq., Arist.MM 1235a20 (pl.);ὑ. λαμβάνειν Id.Rh. 1417b10
;τῆς ὑπολήψεως διαφοραὶ ἐπιστήμη καὶ δόξα καὶ φρόνησις Id.de An. 427b25
; but distd. fr. νόησις, ib. b17; fr. ἐπιστήμη, Id.Top. 149a10; joined with δόξα, Id.EN 1139b17, Epicur.Fr. 239; ὑ. ψευδεῖς, μοχθηραί, Id.Ep.3p.60U., Phld.Mus.p.49 K.; μὴ τοιαύτης οὔσης τῆς ὑπαρχούσης ὑ. περὶ ἑκατέρου unless such had been the existing impression, D.18.228: Chrysipp. wrote περὶ ὑπολιήψεως, Stoic.2.9;οἱ τῆς ἐναντίας ὑ. Sor.1.31
.2 hasty judgement, prejudice, suspicion,ὑ. εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία Hyp.Eux.32
, cf. Luc.Cal.5.3 estimate formed of a person or thing, good or bad reputation, public opinion, Hdn.7.1.6; ἐν ὑπολήψει τυγχάνοντες being in high repute, Marcellin.Puls. 118.4 estimate, plan, Epict.Ench.1.1.III perh. subvention, subsidy, Sammelb.7193vii 14, al. (ii A. D.), PTeb.341.12 (ii A. D.).2 ὑ. ἑτέρου ἐλαιουργίου perh. taking over, BGU612.7 (i A. D.).3 perh. payment in advance, PLond.3.895.12 (i A. D.), PRyl.2.127.25 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόληψις
См. также в других словарях:
ὑποβολή — a throwing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
υποβολή — η 1. το να υποβάλλει κανείς κάτι στην κρίση ή έγκριση άλλου: Υποβολή αίτησης. 2. ηθική επιρροή στο πνεύμα ατόμου, έμπνευση ή επιβολή ιδέας ή πράξης σε άτομο που βρίσκεται σε εγρήγορση ή είναι υπνωτισμένο: Θεραπεία αρρώστιας με υποβολή. 3. (νομ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβολῇ — ὑποβολῆι , ὑποβολεύς suggester masc dat sg (epic ionic) ὑποβολή a throwing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολαῖς — ὑποβολή a throwing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολαί — ὑποβολή a throwing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολήν — ὑποβολή a throwing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek