-
1 ὑπνηλός
2 like sleep,ὑ. ὁ θάνατος ἐντρέχει Philostr.Im.2.6
: metaph., indolent, Aristid.1.424 J.3 soporific, Philostr.VA8.7.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνηλός
См. также в других словарях:
υδρηλός — ή, όν, ΜΑ αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος αρχ. υδρευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ηλός (πρβλ. ὑπν ηλός)] … Dictionary of Greek