-
1 υπνηλός
-
2 ὑπνηλός
-
3 ὑπνηλός
2 like sleep,ὑ. ὁ θάνατος ἐντρέχει Philostr.Im.2.6
: metaph., indolent, Aristid.1.424 J.3 soporific, Philostr.VA8.7.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνηλός
-
4 υπνηλά
ὑπνηλόςdrowsy: neut nom /voc /acc plὑπνηλά̱, ὑπνηλόςdrowsy: fem nom /voc /acc dualὑπνηλά̱, ὑπνηλόςdrowsy: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ὑπνηλά
ὑπνηλόςdrowsy: neut nom /voc /acc plὑπνηλά̱, ὑπνηλόςdrowsy: fem nom /voc /acc dualὑπνηλά̱, ὑπνηλόςdrowsy: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 υπνηλοτέρων
-
7 ὑπνηλοτέρων
-
8 υπνηλών
-
9 ὑπνηλῶν
-
10 υπνηλόν
-
11 ὑπνηλόν
-
12 υπνηλαί
-
13 ὑπνηλαί
-
14 υπνηλού
-
15 ὑπνηλοῦ
-
16 υπνηλοί
-
17 ὑπνηλοί
-
18 υπνηλούς
-
19 ὑπνηλούς
-
20 υπνηλώς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπνηλός — drowsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek
ὑπνηλά — ὑπνηλός drowsy neut nom/voc/acc pl ὑπνηλά̱ , ὑπνηλός drowsy fem nom/voc/acc dual ὑπνηλά̱ , ὑπνηλός drowsy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλοτέρων — ὑπνηλός drowsy fem gen comp pl ὑπνηλός drowsy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλῶν — ὑπνηλός drowsy fem gen pl ὑπνηλός drowsy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλόν — ὑπνηλός drowsy masc acc sg ὑπνηλός drowsy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλαί — ὑπνηλός drowsy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλοί — ὑπνηλός drowsy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλοῦ — ὑπνηλός drowsy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλούς — ὑπνηλός drowsy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπνηλῶς — ὑπνηλός drowsy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)