-
1 hizmetçi
υπηρέτης -
2 služebník
υπηρέτης -
3 uşak
υπηρέτης, υποταχτικός, (garson) λακές -
4 слуга
-й, πλθ. слуги α.α. κ. παλ. θ. υπηρέτης, υπάλληλος, δούλος. || παλ. υπηρέτρια, δούλα. || λακές• καμαριέρης• θαλαμηπόλος. || μτφ. υπηρέτης•слуга отечества υπηρέτης της πατρίδας.
|| λακές•слуга реакции λακές της αντίδρασης.
-
5 служка
-и α. υπηρέτης μοναστηριού ή αρχιερέα. || υπηρέτης συναγωγής. -
6 коридорный
коридор||ный1. прил τοῦ διαδρόμου·2. м уст. ὁ ὑπηρέτης ξενοδοχείου. -
7 лакей
лакейм ὁ λακές, ὁ ὑπηρέτης. -
8 прислуга
прислу́||гаж уст.1. (служанка) ἡ ὑπηρέτρια, ἡ δοῦλα·2. собир. ἡ ὑπηρεσία (σπιτιού), τό ὑπηρετικό προσωπικό, οἱ ὑπηρέτες·3. воен. ὑπηρέτης πυροβόλου. -
9 прислужник
прислу́||жникм презр. ὁ λακές, ὁ ὑπηρέτης. -
10 приспешник
приспешникм презр. τό τσιράκι, ὁ. ὑπηρέτης, ὁ συνεργός. -
11 слуга
слугам ὁ ὑπηρέτης. -
12 footman
plural - footmen; noun (a male servant wearing a uniform: The footman opened the door.) υπηρέτης,βαλές -
13 manservant
plural - menservants; noun (a male servant (especially one employed as a valet): He has only one manservant.) υπηρέτης -
14 page
[pei‹] I noun(one side of a sheet of paper in a book, magazine etc: page ninety-four; a three-page letter.) σελίδαII 1. noun1) ((in hotels) a boy who takes messages, carries luggage etc.) γκρουμ2) ((also page boy) a boy servant.) νεαρός υπηρέτης2. verb(to try to find someone in a public place by calling out his name (often through a loud-speaker system): I could not see my friend in the hotel, so I had him paged.) ειδοποιώ από τα μεγάφωνα -
15 servant
['sə:vənt]1) (a person who is hired to work for another, especially in helping to run a house.) υπηρέτης2) (a person employed by the government, or in the administration of a country etc: a public servant; civil servants.) (δημόσιος)υπάλληλος -
16 лакей
[λακιέΐ] ουσ. α λακές, υπηρέτης -
17 прислужник
[πρισλούζνικ] ουσ α. λακές, υπηρέτης -
18 слуга
[σλοΰγκα] ουσ. α υπηρέτης -
19 лакей
[λακιέϊ] ουσ α λακές, υπηρέτης -
20 прислужник
[πρισλούζνικ] ουσ α λακές, υπηρέτης
См. также в других словарях:
υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)