-
61 Servant
subs.P. and V. ὑπηρέτης, ὁ, οἰκέτης, ὁ, διάκονος, ὁ, V. λάτρις, ὁ or ἡ, οἰκεύς, ὁ, Ar. and P. θεράπων, ὁ (pl., also V. θέραπες, οἱ), ἀκόλουθος, ὁ. V. πρόσπολος, ὁ or ἡ, ὀπάων, ὁ, ὀπαδός, ὁ or ἡ, Ar. and V. πρόπολος, ὁ or ἡ, Ar. ἀμφίπολος, ὁ or ἡ.Servant who attends on boys: P. and V. παιδαγωγός, ὁ.Maid-servant: P. and V. ὑπηρέτις, ἡ, P. θεράπαινα, ἡ, θεραπαινίς, ἡ, V. οἰκέτις, ἡ, πρόσπολος, ἡ, λάτρις, ἡ.Slave: P. and V. δούλη, ἡ, V. δμώη, ἡ (also Xen. but rare P.), δμωίς, ἡ.Be a servant, v.: see Serve.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Servant
-
62 Slave
subs.P. and V. δοῦλος, ὁ, V. δούλευμα, τό.Young slave: Ar. and P. παιδάριον, τό.Public slave: Ar. and P. δημόσιος, ὁ.Female slave: P. and V. δούλη, ἡ.Taken in war: V. δμώη, ἡ (also Xen. but rare P.), δμωίς, ἡ.Be a slave to: P. and V. δουλεύειν (dat.), λατρεύειν (dat.).A slave to: met., P. and V. δοῦλος (gen.), ἥσσων (gen.), ἡσσημένος (gen.).Like a slave, adj.: V. ἀντίδουλος.Unprotected by slaves: V. ἄδουλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slave
-
63 Squire
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Squire
-
64 Underling
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Underling
-
65 domestique
1) οικιακός2) υπηρέτης3) υπηρέτρια -
66 serviteur
1) αγόρι2) υπηρέτης -
67 valet
1) τσιράκι2) βαλές3) καλόγερο4) φάντης5) υπηρέτης -
68 sloužící
1) υπηρέτης2) υπηρέτρια -
69 sluha
1) οικιακός2) υπηρέτης3) υπηρέτρια -
70 servant
1) υπηρέτης2) υπηρέτρια -
71 posługacz
1) υπηρέτης2) υπηρέτρια -
72 sługa
1) τσιράκι2) υπηρέτης3) υπηρέτρια
См. также в других словарях:
υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)