-
1 слуга
-й, πλθ. слуги α.α. κ. παλ. θ. υπηρέτης, υπάλληλος, δούλος. || παλ. υπηρέτρια, δούλα. || λακές• καμαριέρης• θαλαμηπόλος. || μτφ. υπηρέτης•слуга отечества υπηρέτης της πατρίδας.
|| λακές•слуга реакции λακές της αντίδρασης.
-
2 служка
-и α. υπηρέτης μοναστηριού ή αρχιερέα. || υπηρέτης συναγωγής. -
3 коридорный
коридор||ный1. прил τοῦ διαδρόμου·2. м уст. ὁ ὑπηρέτης ξενοδοχείου. -
4 лакей
лакейм ὁ λακές, ὁ ὑπηρέτης. -
5 прислуга
прислу́||гаж уст.1. (служанка) ἡ ὑπηρέτρια, ἡ δοῦλα·2. собир. ἡ ὑπηρεσία (σπιτιού), τό ὑπηρετικό προσωπικό, οἱ ὑπηρέτες·3. воен. ὑπηρέτης πυροβόλου. -
6 прислужник
прислу́||жникм презр. ὁ λακές, ὁ ὑπηρέτης. -
7 приспешник
приспешникм презр. τό τσιράκι, ὁ. ὑπηρέτης, ὁ συνεργός. -
8 слуга
слугам ὁ ὑπηρέτης. -
9 лакей
[λακιέΐ] ουσ. α λακές, υπηρέτης -
10 прислужник
[πρισλούζνικ] ουσ α. λακές, υπηρέτης -
11 слуга
[σλοΰγκα] ουσ. α υπηρέτης -
12 лакей
[λακιέϊ] ουσ α λακές, υπηρέτης -
13 прислужник
[πρισλούζνικ] ουσ α λακές, υπηρέτης -
14 слуга
[σλοΰγκα] ουσ α υπηρέτης -
15 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
16 гайдук
-а α.1. επαναστάτης κατά της τουρκοκρατίας.2. υπηρέτης σε τσιφλικάδικο σπίτι. -
17 дворовый
επ.1. αυλικός, της αυλής•-ая собака σπιτόσκυλο•
-ые пристройки παραρτήματα του σπιτιού•
-ая женщина υπηρέτρια.
2. ουσ. -ая υπηρέτης, -τρία. -
18 зажить
зажить 1-живет, παρλθ. χρ. зажил, -ла, -лоρ.σ.επουλώνομαι, θρέφω• γερεύω.-живу, -живешь, παρλθ. χρ. зажил, -ла, -лоρ.σ.μ.1. (παλ. απλ.) κερδίζω σαν υπηρέτης.2. ξείΐλερώνω με δουλειά.3. αρχίζω να ζω κλπ. ρ. βλ. жить.ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. -
19 исправный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. διορθωμένος, επισκευασμένος.2. πρόθυμος, με ζήλο•исправный слуга πρόθυμος υπηρέτης•
исправный работник πρόθυμος εργατούπάλληλος.
-
20 ключник
-а α.-ца, -ы θ. παλ. υπηρέτης, -τρία κλειδοκράτορας τροφίμων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)