-
21 ὑπηρετῶν
ὑπηρέτηςrower: masc gen plὑπηρετέωdo service on board ship: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
22 υπηρετέων
ὑπηρέτηςrower: masc gen pl (epic ionic)ὑπηρετέωdo service on board ship: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
23 ὑπηρετέων
ὑπηρέτηςrower: masc gen pl (epic ionic)ὑπηρετέωdo service on board ship: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
24 υπηρέταις
-
25 ὑπηρέταις
-
26 υπηρέτη
-
27 ὑπηρέτῃ
-
28 υπηρέτηι
-
29 ὑπηρέτηι
-
30 υπηρέτην
-
31 ὑπηρέτην
-
32 υπηρέτησι
-
33 ὑπηρέτῃσι
-
34 υπηρέτου
-
35 ὑπηρέτου
-
36 διοικητικός
II digestive, Orib.45.29.17.III pertaining to the chief financial officer,χρηματισμοί PTeb.24.61
(ii B. C.), al.;ὑπηρέτης PFlor.312.7
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικητικός
-
37 παιδικέωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδικέωρ
-
38 πρόσταγμα
πρόσ-ταγμα, ατος, [dialect] Dor. [full] ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: ([etym.] προστάσσω):—A ordinance, command, Pl.R. 423c, al., Isoc.4.176, etc.;ἐκ προστάγματος D.17
. 16;κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41
, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ 112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN 1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc.II military command, as division of the army,ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30
(ii B.C.), unless an error for τάγματος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσταγμα
-
39 σάραγος
σάραγος· ὑπηρέτης ὁ σαρῶν τὰς δημοσίας στοάς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάραγος
-
40 στρατοϋπηρέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατοϋπηρέτης
См. также в других словарях:
υπηρέτης — υπηρέτης, ο και υπερέτης, ο θηλ. έτρια και έτρα 1. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με μισθό σε σπίτι ή κατάστημα, δούλος, υποταχτικός: Ο υπηρέτης τού φέρνει τον καφέ. 2. στρατιώτης που υπηρετεί πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο: Οι υπηρέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηρέτης — rower masc nom sg ὑ̱πηρέτης , ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπηρετέω do service on board ship imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτης — ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, ιδος, Α νεοελλ. 1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα 2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ὑπηρετῇς — ὑπηρετέω do service on board ship pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέται — ὑπηρέτης rower masc nom/voc pl ὑπηρέτᾱͅ , ὑπηρέτης rower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετέων — ὑπηρέτης rower masc gen pl (epic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετῶν — ὑπηρέτης rower masc gen pl ὑπηρετέω do service on board ship pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέταις — ὑπηρέτης rower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτην — ὑπηρέτης rower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτου — ὑπηρέτης rower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτῃ — ὑπηρέτης rower masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)