Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπεύδιος

См. также в других словарях:

  • ὑπεύδιος — under the calm sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεύδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.) 2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.) 3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» αρκετά γαλήνια θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • ὑπεύδιοι — ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεύδιον — neut nom/voc/acc sg ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem acc sg ὑπεύδιος under the calm sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπευδίοις — ὑπεύδιον neut dat pl ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεύδια — ὑπεύδιον neut nom/voc/acc pl ὑπεύδιος under the calm sky neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»