Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπεσχημένα

См. также в других словарях:

  • ὑπεσχημένα — ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπεσχημένᾱ , ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπεσχημένᾱ , ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεσχημένας — ὑπεσχημένᾱς , ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem acc pl ὑπεσχημένᾱς , ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

  • обѣщаныи — (52) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к обѣщати в 1 знач.: всехъ скърбьныхъ избывъше. ѡбѣщана˫а ѹлѹчимъ бл҃га˫а. ИларПоуч XI сп. XII–XIII, 210б; ѡбаче аще и обѣщанаго. намъ цр(с)тви˫а нб(с)наго слабостью не наслѣдѹѥмъ. КН 1280, 608б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υπόσχομαι — υπόσχομαι, υποσχέθηκα βλ. πίν. 169 Σημειώσεις: υπόσχομαι : η μτχ. υποσχεμένος, που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά, δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Ο λόγιος τύπος απαντάται ως ουσιαστικό (τα υπεσχημένα → αυτά που έχει υποσχεθεί κάποιος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπεσχημέναι — ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem nom/voc pl ὑπεσχημένᾱͅ , ὑπισχνέομαι take upon oneself perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»