Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑπερ-ᾱής

См. также в других словарях:

  • ευαής — εὐαής, ές (Α) 1. ευάερος, δροσερός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος 3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ αής,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραής — ές, Α (για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. ἄος πνεῦμα), πρβλ. δυσ αής, εὐ αής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»