-
1 ὑπερ-αβέλτερος
ὑπερ-αβέλτερος, über die Maaßen einfältig, Dem. 48, 42 u. Sp., wie Liban.
-
2 ὑπεραβέλτερος
-
3 υπεραβελτερος
См. также в других словарях:
υπεραβέλτερος — έρα, ον, θηλ. και ος, Α περισσότερο και από ἀβέλτερος*, τελείως ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀβέλτερος «μωρός, ανόητος»] … Dictionary of Greek