Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπερ-ίσχυρος

  • 1 ἰσχύ̄ς

    ἰσχύ̄ς, -ῠ́ος
    Grammatical information: f.
    Meaning: `power, strength, might' (seit Hes.).
    Compounds: Comp. ἄν-ισχυς `powerless' (LXX). - as 1. member e. g. ἰσχυρο-ποιέω `strengthen, fortify' (Plb.), as 2. member (for uneasy - ισχυς, Frisk Adj. priv. 18) in ἀν-ίσχυρος `not strong, without power' (Hp., Str.), ὑπερ-ίσχυρος `extremely strong' (X., Arist.).
    Derivatives: Denomin. verb ἰσχύω, aor. ἰσχῦσαι, also with prefix, ἐν-, ἐξ-, κατ-, ὑπερ- etc., `have power, strength, might' (Pi., Hp., att.) with ἴσχυσις (LXX). - Adj. ἰσχῡρός `powerful, strong, mighty, vehement' (IA) - From there ἰσχυρικός `strong' (Pl. Tht. 169b; expressive enlargement?; diff. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 147) and the denominatives 1. ἰσχυρίζομαι, also with prefix as δι-, ἀπ-, ἀντ-, `prove strong, exert oneself, proclaim emphatically etc.' (Heraclit., Att.) with the desiderative ἰσχυρι-είω `venture to affirm' (Hp.); 2. κατ-ισχυρεύομαι `be vehement' (Aq.); Ίσχύλος PN (inscr.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
    Etymology: From H. (and Hdn. Gr. 1, 509) βίσχυν (Lac.), γισχύν ἰσχύν would lead to PGr. *Ϝισχύ̄ς (which Brugmann IF 16, 493f., Grundr.2 2: 1, 209 connected with Skt. vi-ṣah- `have in one's power'; so to σχ-εῖν, ἔχειν (s. v.) with the prefix *u̯i- `from one another', also augment.; cf. on ἴδιος). But Myc. isukuwo-doto shows no digamma. The connection with ἔχειν seems rather improbable. On the ū-stem (like πληθύ̄ς, νηδύ̄ς etc.) s. Schwyzer 463f.; further Meid IF 63, 1 1, who assumes an abstract formation from an adj. *Ϝι-σχ-ύς `resisting' (- υ- as in ἐχυ-ρός), which is also not convincing - Diff. Meillet BSL 27, 129ff.: prothetic ἰ-, adaptation to Ϝίς sec. - Chantraine Emerita 19, 134ff. considers connection with ἰξύς, ἰσχίον; there also on meaning and use ( ἰσχύς as popular avoided by Hom. ?). Pre-Greek origin seems quite probable.
    Page in Frisk: 1,742-743

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰσχύ̄ς

  • 2 βέβαιος

    βέβαιος, α, ον (s. the next βεβαι-entries; Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, rare in LXX, freq. in Philo; Jos., Ant. 13, 187; 14, 398; Just.) gener. relating to stability: ‘firm, permanent’.
    of something that can be relied on not to cause disappointment, reliable, in metaph. of an anchor (w. ἀσφαλής) unshifting Hb 6:19 of hope (cp. Dionys. Hal. 6, 51; Plut., Ant. 917 [3, 7]; 4 Macc 17:4) whose realization can be counted on because it does not move, being set down in the ‘holy of holies’. Sim. ἡ ἐλπὶς ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν our hope for you is firm 2 Cor 1:7 (=our expectation [of things to be fulfilled] for you is not misplaced). ἔχομεν βεβαιότερον (for superl.; cp. Stob., Flor. IV 625, 2 βεβαιοτέραν ἔχε τ. φιλίαν πρὸς τ. γονεῖς) τὸν προφητικὸν λόγον we possess the prophetic word as something that is (now) all the more reliable 2 Pt 1:19 (on β. ἔχειν cp. Thu. 1, 32; Appian, Bell. Civ. 5, 19 §78 ἔχειν τι βέβαιον=have a firm hold on something; UPZ 162 II, 10 [117 B.C.]; s. also Diod S in 2); for other interpretations see comm. Of things revealed reliable (w. ἰσχυρός, τεθεμελιωμένος) Hv 3, 4, 3.
    pert. to having continuity or being unwavering and persistent, abiding (ψυχή Did., Gen. 197, 4; of a just pers. TKellis 22, 103 [w. ἁγνός]): of boldness and hope that remain constant, steadfast Hb 3:6 v.l.; of πίστις unwavering (Appian, Liby. 64 §284 πίστις ἐστὶ βέβαιος; Diod S 2, 29, 4 πιστεύοντες βεβαιότερον=accept all the more confidently; Simplicius in Epict. p. 110, 37 πίστις βεβαία=firm faith in the immortality of the soul on the basis of a declaration by a μάντις; Esth 3:13c; 3 Macc 5:31) 1 Cl 1:2. Of love steadfast MPol 1:2. ἀρχὴν τῆς ὑποστάσεως βεβαίαν κατέχειν hold firm the original commitment Hb 3:14. (W. ἀσφαλής) ISm 8:2. ἐπὶ τὸν τῆς πίστεως βέβαιον δρόμον καταντῆσαι steadfastly finish the course of faith 1 Cl 6:2. Of the Corinthian congregation well-established, dependable (Appian, Iber. 37 §150 ἀνὴρ β., Bell. Civ. 2, 13 §47 a servant) 47:6.—ἡ βεβαία τῆς πίστεως ὑμῶν ῥίζα dependable root of your faith Pol 1:2 in ref. to constancy in a productive Christian life.
    pert. to having validity over a period of time, in force, valid of a promise that applies to all pers. Ro 4:16; of the eucharist ISm 8:1. ὁ λόγος ἐγένετο βέβαιος (on λόγος β. cp. Pla., Phd. 90c λόγος β. καὶ ἀληθής) the word was in force Hb 2:2 (β. of the Mosaic law as Philo, Mos. 2, 14); a last will and testament valid (opp. οὐκ ἰσχύει ‘lack force’; legal t.t., s. JBehm, Διαθήκη 1912, 87, 4) Hb 9:17. βεβαίαν τὴν κλῆσιν ποιεῖσθαι keep the call in force i.e. confirm it so that it does not lapse (cp. Ael. Aristid. 13 p. 250 D.: βεβ. ἐλευθερία) 2 Pt 1:10; β. εἶναι be in force IRo 3:1 (Ignatius fears that the instructions given by the Romans to others about dying for the faith will not apply to him; he wants them to be consistent).—B. 1237. DELG. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > βέβαιος

См. также в других словарях:

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • υπερρώννυμι — Α είμαι υπέρμετρα ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»] …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • Βέτιν — (Wettin). Γερμανική ηγεμονική οικογένεια που, κατά την παράδοση, καταγόταν από τοΒίτεκιντ. Ο Κονράδος ο Μέγας (πέθανε το 1156), κόμης του Βέτιν (τοποθεσία κοντά στη Χάλε), έλαβε από τον αυτοκράτορα Λοθάριο B’ το μαργραβάτο του Μάισεν (σημερινή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»