Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὑπερ-ήμερος

См. также в других словарях:

  • λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»