-
1 υπερημερος
21) просрочивший день платежа, неуплативший в срок Lys., Plut.ὑ. ἐγένετό τινι Dem. — он не уплатил в срок кому-л.;
ὑ. γενέσθαι τῆς προθεσμίας Luc. — пропустить назначенный срок, но ὑ. γενέσθαι τοῦ βίου τινός Luc. появиться после чьей-л. смерти;ὑ. τῆς ζωῆς Luc. — живущий дольше положенного2) отсрочивший, отложившийτὸ τῆς δίκης ὑπερήμερον Plut. — отсрочка воздаяния;
ἄρτοι ὑπερήμεροι τῆς ἑορτῆς Luc. — хлебы, не поспевшие к празднику (по по друг. - оставшиеся от праздника)
См. также в других словарях:
λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] … Dictionary of Greek
υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… … Dictionary of Greek