Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὑπερ-ήδομαι

См. также в других словарях:

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

  • υπερήδομαι — και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α 1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό 2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»