-
1 ὑπερ-ωδυνία
ὑπερ-ωδυνία, ἡ, übermäßiger Schmerz, Suid.
-
2 ὑπερωδυνία
ὑπερ-ωδυνία, ἡ, übermäßiger Schmerz
См. также в других словарях:
καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek