-
1 ὑπερ-τραγίζω
ὑπερ-τραγίζω, einen übermäßig starken Bocksgeruch haben, Diosc.
-
2 ὑπερτραγίζω
См. также в других словарях:
υπερτραγίζω — Α έχω έντονη μυρωδιά τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραγίζω (< τράγος)] … Dictionary of Greek
1 ὑπερ-τραγίζω
ὑπερ-τραγίζω, einen übermäßig starken Bocksgeruch haben, Diosc.
2 ὑπερτραγίζω
υπερτραγίζω — Α έχω έντονη μυρωδιά τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τραγίζω (< τράγος)] … Dictionary of Greek