-
1 υπερποντιος
2 и 3заморский, дальний, иноземный(γλῶσσα Pind.)
πόρτις ὑ. Aesch. — заморская телица, т.е. Ἰώ;φοιτᾷς ὑ. Soph. — ты странствуешь по далеким морям;πόθῳ ὑπερποντίας Aesch. — от тоски по находящейся за морем (Елене)
См. также в других словарях:
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
μεσοπόντιος — μεσοπόντιος, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόντιος (< πόντος), πρβλ. υπερ πόντιος] … Dictionary of Greek
υπερπόντιος — α, ο / ὑπερπόντιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πέρα από τη θάλασσα, ιδίως πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερπόντιο ταξίδι» β. «υπερπόντιες χώρες» γ. «πόθῳ δ ὑπερποντίας φάσμα δόξει δόμων ἀνάσσειν [τῆς Ἑλένης]», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek