-
1 ὑπερ-περκάζω
ὑπερ-περκάζω, sich mehr als hinreichend färben, dah. überreif sein, Eumath.
-
2 ὑπερπερκάζω
ὑπερ-περκάζω, sich mehr als hinreichend färben, dah. überreif sein
См. также в других словарях:
υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] … Dictionary of Greek