-
1 ὑπερ-ορίζω
ὑπερ-ορίζω, über die Gränze bringen, verweisen, Plat. Rep. VII, 560 d.
-
2 δι-ορίζω
δι-ορίζω, ion. διουρίζω, att. fut. διοριῶ; – 1) durch Gränzen absondern, διουρίσαντες καὶ διελόντες Λιβύην τε καὶ Ἁσίην Her. 4, 42; begränzen, ὁ ποταμὸς δ. τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας D. Sic. 1, 55; übertr., τῷ λόγῳ Plat. Rep. VI, 507 b; = die Begriffe begränzen, und dah. unterscheiden; διορίζει ἅ τε οἱ ἄνϑρωποι καλοῦσιν ὀνόματα καὶ οἱ ϑεοί Crat. 391 d, vgl. Her. 4, 45; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται Polit. 260 c, u. öfter; dah. = bestimmt anordnen u. jedem einzelnen zuweisen, ϑεοῖς γέρα Aesch. Prom. 438; αἱ φῆμαι μαντικαὶ τοῠτο διώρισαν Soph. O. R. 723; vgl. 1083. Insbesondere – a) von ausdrücklichen Bestimmungen des Gesetzes; καϑαρὸν εἶναι Dem. 20, 158, der es dem ἁπλῶς εἶπε entgegensetzt, 19, 7; ὁ νόμος διωρίσϑη πρός τινα, wurde auf ihn bes. bezogen, 59, 93; τὰ διωρισμένα καὶ τεταγμένα 18, 274; τὸ διωρισμένον ἐκ τοῦ νόμου δικαστήριον 23, 27; τὸ τίμημα διωρισμένον ὑπὸ τῶν νόμων Arist. pol. 4, 6. – b) den Begriff eines Wortes feststellen, definiren, τὴν μαγευτικήν Plat. Polit. 280 e, öfter. – Das med. ist bes. bei den Rednern häufig, = für sich u. übh. Bestimmungen treffen; τὴν δίκην Ar. Ach. 342; καὶ σαφῶς δηλοῦν Dem. 18, 40; τὴν τῶν ἀγαϑῶν πρᾶξιν σωφροσύνην εἶναι διορίζομαι Plat. Charm. 163 e, öfter; περί τινος, Andoc. 3, 12; Isocr. 3, 14; Arist. pol. 4. 3, 5; διωρίσμεϑα ἃ χρὴ ποιεῖν Dem. 24, 192. – 2) über die Gränzen hinausführen; τὸν ἐνϑένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον διοριοῠμεν Isocr. 4, 174; vgl. ἐκ γῆς πόδα, στράτευμα Τροίαν ἔπι, Eur. Hel. 401. 834, wohin auch Ion 46 ὑπὲρ ϑυμέλας δ., vom Altar wegführen, zu ziehen ist. Dah. = verbannen; τὸ ὄφλον ἔξω τῶν ὅρων Plat. Legg. IX, 873 e. – Vgl. ἐξορίζω.
-
3 ὑπερορίζω
ὑπερ-ορίζω, über die Grenze bringen, verweisen -
4 υπεροριζω
1) отправлять в изгнание, изгонять из страны Isocr., Aeschin.2) перен. изгонять, искоренять(τι Plat., Aeschin.)
-
5 διοριζω
ион. διουρίζω1) разграничивать, размежевывать(Λιβύην τε καὴ Ἀσίην Her.; τὸ ἄνω καὴ τὸ κάτω Arst.: τέν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.)
τὸ διορίζον ἐπίγραμμα Plut. — пограничная надпись;τὸ διωρισμένον Arst. — (нечто) прерывистое, разобщенное2) разграничивать, различать(ἀκούσιά τε καὴ ἑκούσια ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὴ τὰ αἰσχρά Arst.)
3) определять, назначать (в удел), указывать(γέρα θεοῖσι Aesch.)
μακρὸν διορίσαι τινά Soph. — сделать кого-л. великим;διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. — установленный законами;διωρισμένα καὴ τεταγμένα Dem. — законоположения4) выводить (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить(στράτευμα Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τέν ἤπειρον Isocr.)
ἐκ γῆς διορίσαι πόδα Eur. — уйти из страны, удалиться5) выбрасывать, изгонять(τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Eur.; τι ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat.)
6) med. договариваться, уславливаться(πρός τινα Plat., Plut.)
7) тж. med. лог. определять(τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.)
-
6 διορίζω
δι-ορίζω, (1) durch Grenzen absondern; begrenzen; die Begriffe begrenzen, und dah. unterscheiden; dah. = bestimmt anordnen u. jedem einzelnen zuweisen. Insbesondere: (a) von ausdrücklichen Bestimmungen des Gesetzes. (b) den Begriff eines Wortes feststellen, definieren; bes. bei den Rednern häufig, = für sich u. übh. Bestimmungen treffen. (2) über die Grenzen hinausführen; ὑπὲρ ϑυμέλας δ., vom Altar wegführen. Dah. = verbannen
См. также в других словарях:
υπερορίζω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να φύγει εκτός τών ορίων ενός κράτους, τόν απελαύνω, τόν εξορίζω 2. (σχετικά με πράγμ.) απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρίζω «στέλνω μακριά, απομακρύνω»] … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
συντιμώ — άω, Α [τιμῶ] 1. τιμώ συγχρόνως ή ομοίως 2. μέσ. συντιμῶμαι, άομαι ορίζω, καθορίζω («συνετιμήσανθ ὑπὲρ ἐμοῡ ταύτην τὴν εἰσφοράν», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek