-
1 ὑπερ-μήκης
ὑπερ-μήκης, ες, überlang, übermäßig lang; Her. 7, 128. 8, 140; δρόμοι Aesch. Prom. 593; – βοά, ein weithin tönendes Geschrei, Pind. Ol. 7, 37; u. in späterer Prosa.
-
2 ὑπερμήκης
ὑπερ-μήκης, ες, überlang, übermäßig lang; βοά, ein weithin tönendes Geschrei -
3 υπερμηκης
дор. ὑπερμάκης 21) страшно длинный, бесконечно долгий, нескончаемый(δρόμοι Aesch.)
2) не в меру длинный, т.е. хищный, загребущий(χείρ Her.)
3) чрезвычайно высокий(τὰ Θεσσαλικὰ οὔρεα Her.)
4) далеко отдающийся, далеко слышный(βοά Pind.)
См. также в других словарях:
υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) … Dictionary of Greek