-
1 ὑπερ-κατα-γέλαστος
ὑπερ-κατα-γέλαστος, über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.
-
2 ὑπερκαταγέλαστος
1 ὑπερ-κατα-γέλαστος
ὑπερ-κατα-γέλαστος, über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.
2 ὑπερκαταγέλαστος