-
1 υπερζεω
1) кипеть, выкипать Arst.2) перен. кипеть, вскипать, волноваться Arph., Arst.3) быть раскаленным, горячим(ἥ φάμμος ὑπερζέουσα Luc.)
См. также в других словарях:
υπερζέω — Α 1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω 2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζέω «βράζω, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek