-
1 ὑπερ-βρῑθής
ὑπερ-βρῑθής, ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχϑος.
-
2 ὑπερβρῑθής
ὑπερ-βρῑθής, ές, überlastet, überschwer -
3 υπερβριθης
См. также в других словарях:
καταβριθής — καταβριθής, ές (Α) 1. φορτωμένος, πιεζόμενος 2. φορτικός, ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριθής (< βρίθος «βάρος»), πρβλ. εμ βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
περιβριθής — ές, Α πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βριθής (< βρῖθος «βάρος» < βρίθω), πρβλ. υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
υπερβριθής — ές, Α βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι βριθής] … Dictionary of Greek