-
1 υπεραποθνησκω
умирать за других Plat.ὑ. τινός Xen. и ὑπέρ τινος Plat., Arst. — умирать за кого-л.
См. также в других словарях:
υπεραποθνήσκω — ΜΑ αποθνήσκω υπέρ κάποιου, πεθαίνω για να σώσω ή για να ευεργετήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποθνῄσκω «πεθαίνω»] … Dictionary of Greek