-
1 υπερακριζω
1) (верхом) перескакивать(τείχη Xen.)
2) превышатьπέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. — скала, которая высится над этим дворцом
См. также в других словарях:
υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] … Dictionary of Greek