Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὑπερ-άλλομαι

См. также в других словарях:

  • υπεράλλομαι — ΜΑ 1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ. β. «λέοντα... ἐπ εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ. θ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»