-
1 υπερηλιξ
-
2 ὑπερῆλιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερῆλιξ
-
3 υπερήλιξ
(-ικος) ο, η человек преклонных лет, престарелый человек -
4 ὑπερῆλιξ
ὑπερ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, über ein gewisses Alter hinaus
См. также в других словарях:
υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος … Dictionary of Greek
υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek