-
1 υπερώσιος
-
2 ὑπερώσιος
-
3 ὑπερώσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερώσιος
-
4 υπερώσιον
-
5 ὑπερώσιον
-
6 περιώσιον
περιώσιον, - ιαGrammatical information: adv.Meaning: `excessive, immoderate', also w. gen. (Il., Pi.); - ιος adj. `id.', also `extraordinary' (Sol. a. Emp.); περώσιον μέγα H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From πέρι with the same formation as ἐτώσιος, perhaps created after this (Chantraine Form. 42). An intermediate *περι-ο- (Brugmann Grundr.2 2: 1, 164) can hardly be justified. After it ὑπερώσιος `id.' (EM 665, 29). -- To be rejected Prellwitz s. v.Page in Frisk: 2,515Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > περιώσιον
См. также в других словарях:
ὑπερώσιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερώσιος — και δ. γρφ. ὑπερόσιος, ον, Α περιώσιος*, υπέρμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, κατά το περιώσιος (βλ. λ. περιώσιος)] … Dictionary of Greek
ὑπερώσιον — ὑπερώσιος masc/fem acc sg ὑπερώσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek
υπερόσιος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ὑπερώσιος … Dictionary of Greek